Τα συμπτώματα της ασθένειας του μεταχρωματικού έλκους του πλατάνου στην κόμη είναι ιδιαίτερα εμφανή την άνοιξη και στις αρχές του θέρους, μπορούν όμως να παρατηρηθούν και κατά τη διάρκεια της υπόλοιπης αυξητικής περιόδου, αλλά όχι τους χειμερινούς μήνες όταν δεν υπάρχει φύλλωμα στα δένδρα.
Η ασθένεια είναι θανατηφόρος και, ως εκ τούτου, είναι πολύ συχνή η παρουσία νεκρών δένδρων στις εστίες προσβολής. Ωστόσο, στα αρχικά στάδια τα προσβεβλημένα δένδρα εμφανίζουν αραιό χλωρωτικό φύλλωμα (με χρώμα ανοικτό πράσινο έως κιτρινωπό) και μικροφυλλία (φύλλα μικρότερα από τα κανονικά).
Πολύ συχνά παρατηρείται μαρασμός των φύλλων σε κάποιους από τους κλάδους. Τα συμπτώματα αυτά μπορεί να εμφανίζονται ομοιόμορφα στο σύνολο της κόμης ή να είναι περισσότερο έντονα στη μία πλευρά του δένδρου. Όταν η προσβολή έχει ξεκινήσει από κάποιο κλαδί τα συμπτώματα της ασθένειας εμφανίζονται αρχικά στην ίδια πλευρά του δένδρου. Το ίδιο συμβαίνει και όταν έχει προσβληθεί το ριζικό σύστημα στη μία πλευρά του δένδρου, με εμφάνιση συμπτωμάτων στην ίδια πλευρά. Σε όλες τις περιπτώσεις όμως η προσβολή επεκτείνεται σταδιακά και στο υπόλοιπο δένδρο και καταλήγει στην ολοκληρωτική νέκρωση του φυτού.
Το χαρακτηριστικότερο σύμπτωμα είναι ομεταχρωματισμός του ξύλουστον κορμό, τους κλάδους και τις ρίζες του δένδρου, που παρατηρείται μετά την απομάκρυνση του φλοιού. Στο τμήμα του κορμού ή του κλάδου που δεν έχει νεκρωθεί ακόμα από το παθογόνο, συνήθως στα όρια νεκρού και ζώντος ξύλου, παρατηρούνται επιμήκεις λωρίδες χρώματος καστανού έως κυανόμαυρου, σε σχήμα ελλειπτικό έως φλογοειδές. Σε εγκάρσια τομή του κορμού ή των κλάδων ο μεταχρωματισμός τουξύλου έχει ακτινοειδή διάταξη και περιορίζεται συνήθως στο σομφό ξύλο.